Γεώργιος Ιακωβίδης: Ο ζωγράφος της παιδικής ηλικίας
Η ζωή και το έργο του Γ. Ιακωβίδη
"Παιδική συναυλία"
Παρουσίαση του έργου:
Η «Παιδική συναυλία» είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα και διασημότερα έργα της νεοελληνικής τέχνης. Παρουσιάζει μια ομάδα παιδιών μέσα σε ένα δωμάτιο, τα οποία παίζουν μουσική, για να διασκεδάσουν ένα νήπιο που το κρατάει η μητέρα του. Ένα από τα αγόρια παίζει τύμπανο, ένα άλλο τρομπέτα, ενώ ένα τρίτο χρησιμοποιεί ως όργανο ένα ποτιστήρι. Ένα τέταρτο αγόρι κρατά κάποιο άλλο πνευστό όργανο, το οποίο όμως δε διακρίνεται. Υπάρχει ακόμη ένα άλλο παιδί στο βάθος, μάλλον κορίτσι, που κοιτά χαμογελαστό. Εντύπωση προκαλούν οι φαρδιοί πέτρινοι τοίχοι του σπιτιού, οι χτιστοί πάγκοι στον τοίχο, οι γλάστρες στα παράθυρα και η λάμπα πετρελαίου που κρέμεται από το ταβάνι. Το φυσικό φως μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο, κυρίως από αριστερά. Είναι μέρα, μάλλον ανοιξιάτικη, γεγονός που παίζει ιδιαίτερο ρόλο στο έργο, καθώς δημιουργεί έντονες σκιές στις φιγούρες και έντονα φωτισμένα περιγράμματα, όπως στην περίπτωση του παιδιού με το τύμπανο. Τα χρώματα του έργου είναι οι ώχρες, τα καφετιά και γενικώς τα γήινα, με ορισμένα στοιχεία ιμπρεσιονιστικά, όπως είναι η χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων (π.χ. τα πράσινα με τα κόκκινα). Όλη η σύνθεση στρέφεται γύρω από το νήπιο, στην απεικόνιση του οποίου κυριαρχεί το κατακόκκινο φόρεμα, που είναι και το οπτικό κέντρο του πίνακα. Σε ενδιαφέρουσα χρωματική αντιδιαστολή είναι το ελαφρά κόκκινο ποτιστήρι στο αντίθετο άκρο.
Το σχέδιο του Ιακωβίδη είναι ακριβές και οι όγκοι πλασμένοι ανάγλυφα με έντονη φωτοσκίαση. Κυριαρχούν οι αντιθέσεις του απαλά φωτισμένου περιβάλλοντος με τα σκούρα σώματα των παιδιών. Ο Ιακωβίδης, ζωγράφος της παιδικής ηλικίας σ’ αυτό το έργο, ακολουθεί τη βαυαρική παράδοση εκείνης της εποχής με το ιδεολογικό τρίπτυχο «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια». Τα απλά ντυμένα και ξυπόλυτα παιδιά είναι εύρωστα, γεμάτα υγεία και αμέριμνα. Δεν προσδιορίζεται εάν είναι παιδιά από την Ελλάδα ή τη Γερμανία. Πρόκειται για μια ανώδυνη ηθογραφική ζωγραφική, που αναδεικνύει όμως το μεγάλο σχεδιαστικό και ζωγραφικό ταλέντο του καλλιτέχνη. Ο Ιακωβίδης υπηρέτησε πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της Σχολής του Μονάχου*.
Σχολή του Μονάχου:
Ελληνικό κίνημα στις εικαστικές τέχνες του 19ου αιώνα. Αναπτύχθηκε χάρη στους δεσμούς της Ελλάδας με τη Βαυαρία την εποχή του Όθωνα. Αρκετοί Έλληνες σπούδασαν στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το ύφος τους ήταν ένας συντηρητικός ακαδημαϊκός ρεαλισμός με ιδεαλιστικές ή ρομαντικές τάσεις και με θέματα συνήθως ηθογραφικά, ιστορικά κ.ά., ήταν δηλαδή στον αντίποδα των μοντέρνων τάσεων εκείνης της εποχής. Τα έργα τους διακρίνονταν για το ακριβές σχέδιο, τις κλειστές φόρμες, τη χρήση έντονων φωτοσκιάσεων και συμβατικών χρωματισμών και, γενικά, το θεατρικό και πολλές φορές πομπώδες στιλ. Γνωστοί ζωγράφοι της Σχολής του Μονάχου ήταν ο Θ. Βρυζάκης, ο Κων. Βολανάκης, ο Νικηφ. Λύτρας, ο Νικ. Γύζης και ο Γεώργ. Ιακωβίδης.
πηγή:http://www.pi-schools.gr/lessons/aesthetics/eikastika/afises/index.php?id=34&v=1
Παρουσίαση του έργου:
Η «Παιδική συναυλία» είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα και διασημότερα έργα της νεοελληνικής τέχνης. Παρουσιάζει μια ομάδα παιδιών μέσα σε ένα δωμάτιο, τα οποία παίζουν μουσική, για να διασκεδάσουν ένα νήπιο που το κρατάει η μητέρα του. Ένα από τα αγόρια παίζει τύμπανο, ένα άλλο τρομπέτα, ενώ ένα τρίτο χρησιμοποιεί ως όργανο ένα ποτιστήρι. Ένα τέταρτο αγόρι κρατά κάποιο άλλο πνευστό όργανο, το οποίο όμως δε διακρίνεται. Υπάρχει ακόμη ένα άλλο παιδί στο βάθος, μάλλον κορίτσι, που κοιτά χαμογελαστό. Εντύπωση προκαλούν οι φαρδιοί πέτρινοι τοίχοι του σπιτιού, οι χτιστοί πάγκοι στον τοίχο, οι γλάστρες στα παράθυρα και η λάμπα πετρελαίου που κρέμεται από το ταβάνι. Το φυσικό φως μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο, κυρίως από αριστερά. Είναι μέρα, μάλλον ανοιξιάτικη, γεγονός που παίζει ιδιαίτερο ρόλο στο έργο, καθώς δημιουργεί έντονες σκιές στις φιγούρες και έντονα φωτισμένα περιγράμματα, όπως στην περίπτωση του παιδιού με το τύμπανο. Τα χρώματα του έργου είναι οι ώχρες, τα καφετιά και γενικώς τα γήινα, με ορισμένα στοιχεία ιμπρεσιονιστικά, όπως είναι η χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων (π.χ. τα πράσινα με τα κόκκινα). Όλη η σύνθεση στρέφεται γύρω από το νήπιο, στην απεικόνιση του οποίου κυριαρχεί το κατακόκκινο φόρεμα, που είναι και το οπτικό κέντρο του πίνακα. Σε ενδιαφέρουσα χρωματική αντιδιαστολή είναι το ελαφρά κόκκινο ποτιστήρι στο αντίθετο άκρο.
Το σχέδιο του Ιακωβίδη είναι ακριβές και οι όγκοι πλασμένοι ανάγλυφα με έντονη φωτοσκίαση. Κυριαρχούν οι αντιθέσεις του απαλά φωτισμένου περιβάλλοντος με τα σκούρα σώματα των παιδιών. Ο Ιακωβίδης, ζωγράφος της παιδικής ηλικίας σ’ αυτό το έργο, ακολουθεί τη βαυαρική παράδοση εκείνης της εποχής με το ιδεολογικό τρίπτυχο «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια». Τα απλά ντυμένα και ξυπόλυτα παιδιά είναι εύρωστα, γεμάτα υγεία και αμέριμνα. Δεν προσδιορίζεται εάν είναι παιδιά από την Ελλάδα ή τη Γερμανία. Πρόκειται για μια ανώδυνη ηθογραφική ζωγραφική, που αναδεικνύει όμως το μεγάλο σχεδιαστικό και ζωγραφικό ταλέντο του καλλιτέχνη. Ο Ιακωβίδης υπηρέτησε πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της Σχολής του Μονάχου*.
Σχολή του Μονάχου:
Ελληνικό κίνημα στις εικαστικές τέχνες του 19ου αιώνα. Αναπτύχθηκε χάρη στους δεσμούς της Ελλάδας με τη Βαυαρία την εποχή του Όθωνα. Αρκετοί Έλληνες σπούδασαν στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το ύφος τους ήταν ένας συντηρητικός ακαδημαϊκός ρεαλισμός με ιδεαλιστικές ή ρομαντικές τάσεις και με θέματα συνήθως ηθογραφικά, ιστορικά κ.ά., ήταν δηλαδή στον αντίποδα των μοντέρνων τάσεων εκείνης της εποχής. Τα έργα τους διακρίνονταν για το ακριβές σχέδιο, τις κλειστές φόρμες, τη χρήση έντονων φωτοσκιάσεων και συμβατικών χρωματισμών και, γενικά, το θεατρικό και πολλές φορές πομπώδες στιλ. Γνωστοί ζωγράφοι της Σχολής του Μονάχου ήταν ο Θ. Βρυζάκης, ο Κων. Βολανάκης, ο Νικηφ. Λύτρας, ο Νικ. Γύζης και ο Γεώργ. Ιακωβίδης.
πηγή:http://www.pi-schools.gr/lessons/aesthetics/eikastika/afises/index.php?id=34&v=1